- ικτερίτης
- ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῑτις (Α)το φυτό δεντρολίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτεροςτο φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά τού ικτέρου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
ικτερίτις — ἰκτερῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) βλ. ικτερίτης … Dictionary of Greek